- επιστύλιο
- Δοκός που γεφυρώνει ένα άνοιγμα. Ειδικότερα, με αυτή την ονομασία εννοείται η δοκός που επικάθεται στους στύλους των αρχαίων αιγυπτιακών, ελληνικών και ρωμαϊκών ναών και κτιρίων. Έχει χρησιμοποιηθεί και από τους λαούς της προκολομβιανής Αμερικής. Το ε., λόγω της λειτουργικής του μορφής –γεφυρώνει τα μετακιόνια ανοίγματα και παραλαμβάνει τα υπερκείμενα βάρη– δεν διακοσμείται, σε αντίθεση με τη ζωφόρο που βρίσκεται από πάνω του. Στον δωρικό ρυθμό έχει τη σαφή μορφή μιας ορθογωνικής διατομής δοκού και συνήθως αποτελείται από δύο κατά πλάτος μαρμάρινα τεμάχια· στον ιωνικό και κορινθιακό ρυθμό διαιρείται σε τρεις καθ’ ύψος επίπεδες ζώνες που επιτείνουν την έννοια της οριζοντιότητας.
Στη ρωμαϊκή, βυζαντινή και γοτθική αρχιτεκτονική έχει αντικατασταθεί από το τόξο, η χρήση του οποίου επανέρχεται μαζί με την αναβίωση των κλασικών ρυθμών, στην Αναγέννηση και στον νεοκλασικισμό.
Σήμερα, παρά την ευρύτατη χρήση των οριζοντίων δοκών από οπλισμένο σκυρόδεμα, δεν γίνεται λόγος για ε. αφού η δοκός και ο στύλος αποτελούν πλέον ενιαίο ολόσωμο φορέα, αντίθετα με τις λίθινες κατασκευές όπου η οριζόντια δοκός επικάθεται στον στύλο.
Το επιστύλιο από τον ναό της Αθηνάς, στη Ρώμη.
Το επιστύλιο της στοάς των άρκτων, από το ιερό της Βραυρωνίας Άρτεμης.
* * *το (AM ἐπιστύλιον) [στύλος]το πρώτο μέρος τού θριγκού επάνω από τους στύλους.
Dictionary of Greek. 2013.